- παραβακτρος
- παράβακτροςπαρά-βακτρος2следующий рядом с посохом (слепца)
παράβακτρα θεραπεύματα Eur. — попечение о слепце с посохом
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παράβακτρα θεραπεύματα Eur. — попечение о слепце с посохом
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παραβάκτρος — ον, Α 1. αυτός που είναι όμοιος με βακτηρία ή αυτός που στηρίζεται σε βακτηρία 2. φρ. «θεραπεύματα παράβακτρα» υπηρεσίες που παρέχονται για στήριγμα, βοήθειες όμοιες με βακτηρίες (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βάκτρον] … Dictionary of Greek
παραβάκτροις — παραβάκτρος near masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)